κλασματικός

κλασματικός
η , ό[ν]
1) мат. дробный;

κλασματικοί αριθμοί — дробные числа;

2) физ. фракционный;

κλασματική απόσταξη — дробная, фракционная перегонка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κλασματικός" в других словарях:

  • κλασματικός, -ή — ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κλάσμα: Ο αριθμός αυτός είναι κλασματικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλασματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλάσμα 2. χημ. αυτός που γίνεται κατά κλάσματα («κλασματική απόσταξη») 3. φρ. «κλασματική μονάδα» καθένα από τα ίσα μέρη στα οποία διαιρέθηκε η ακέραια μονάδα. επίρρ... κλασματικώς και ά με κλασματικό… …   Dictionary of Greek

  • αριθμητής — ο (Α ἀριθμητής) [αριθμώ] αυτός που υπολογίζει, που καταμετρεί κάτι νεοελλ. 1. Μαθ. ο όρος του κλάσματος ο οποίος φανερώνει τον αριθμό των κλασματικών μονάδων που περιέχει ο κλασματικός αριθμός 2. μηχάνημα που χρησιμεύει στην αυτόματη μέτρηση ή… …   Dictionary of Greek

  • μονάδα — I (Μαθημ.). Στο σύνολο των πραγματικών αριθμών διακρίνουμε την θετική μονάδα (1), η οποία είναι ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός, και την αρνητική μονάδα ( 1), η οποία είναι ο μέγιστος αρνητικός ακέραιος αριθμός. Η θετική και η αρνητική μ.… …   Dictionary of Greek

  • θετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. συγκεκριμένος, χειροπιαστός, βέβαιος, πραγματικός: Θετική βοήθεια. – Οι έρευνες δεν απέδωσαν τίποτε το θετικό. – Θετικό κέρδος. 2. καταφατικός: Πήρα θετική απάντηση. 3. «θετική εικόνα», φωτογραφία εικόνας αντίθετη της αρνητικής·… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»